- ὡρολογητής
- ὡρολογητήςone that tells of themasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωρολογητής — ὁ, Α 1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα 2. προσωνυμία τού Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογητής (< λογῶ), πρβλ. ὁμο λογητής] … Dictionary of Greek
ὡρολογητήν — ὡρολογητής one that tells of the masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)